-
1 μαιθαῦ
μαιθαῦ· οἴμοι, Hsch. [full] μαίθη· καρδία πρὸς τοῖς ἱεροῖς, Id. [full] μαίμα· τῶν ὀρνίθων ἡ κοιλία, Id. [full] μαιμάζω,A = μαιμάω, Ph.1.391, cj. in Suid.
См. также в других словарях:
μαίμα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ὀρνίθων ἡ κοιλία» … Dictionary of Greek
μαλλοφάγα — Τάξη απτέρων εντόμων, τα οποία αποτελούν εκτοπαράσιτα των πουλιών και σπανιότερα των θηλαστικών. Έχουν νωτοκοιλιακά πεπιεσμένο σώμα, μήκους 0,5 10 χλστ., και ισχυρό έλυτρο. Το κεφάλι, μεγάλο και ευκίνητο, έχει γενικά μικρούς σύνθετους οφθαλμούς,… … Dictionary of Greek